Στη Μοναξιά της Ψύχωσης
'Heavy Rain' από τον Tae Kim.
‘’Ζούμε όπως ονειρευόμαστε---- μόνοι’’
― Joseph Conrad, H Καρδιά του Σκότους
Έχω καιρό να γράψω για ένα περιστατικό μου.
Αυτό οφείλεται περισσότερο στο γεγονός ότι πλέον, ως
ειδικευόμενος ψυχιατρικής, η λογοτεχνική απόδοση μιας υπόθεσης μπορεί να κρύβει
αρκετές σκοτεινές γωνίες.
Το απόρρητο που μας δεσμεύει, το στιγματισμό που συμβαίνει
με τη διάδοση της υπόθεσης, την εκδραμάτιση πάνω στον πόνο του ατόμου, την
προβολή δικών μου συμπεριφορών και αντιλήψεων που θα αλλάξουν εν τέλη την ίδια
τη θεραπευτική σχέση, προκαθορίζοντας και την πορεία της θεραπείας.
Επιπλέον, δεν είναι ξεκάθαρος ο ρόλος της ψυχοπαθολογίας και
οι ταμπέλες που επιβάλλονται πάνω στους ανθρώπους τους μετατρέπουν αυτόματα σε
μυθικές φιγούρες που αγγίζουν τις συλλογικές αρχέτυπες στιγμές των παραμυθιών
της γιαγιάς. Με την εξιστόρηση περιστατικών λοιπόν, κάποιος μπορεί να υποθέσει χαοτικές
διαφορές ανάμεσα στην ψυχωτική κατάσταση και τη νόρμα.
Διαφορές λειτουργίας.
Διαφορές δικαιωμάτων.
Διαφορές συμπεριφοράς.
Και αυτό αυτόματα ξεχωρίζει από τον αρχικό σκοπό με τρόπο
ανήθικα έκδηλο.
Γιατί η ψυχική ασθένεια και η ψυχική υγεία μπορούν να είναι
έννοιες εφήμερες και εναλλασσόμενες. Όχι τατουάζ αριθμών, όχι barcode , όχι
μεταλλικές ταυτότητες που χρησιμοποιούνται για να μας αναγνωρίσουν όταν τα
πράγματα καθιστούν αυτή τη διαδικασία εκ φύσεως αδύνατη.
Όχι χερούλια ελέγχου και υποταγής.
Ανθρώπινες καταστάσεις.
Και σε αυτές τις καταστάσεις κρύβεται όλη η συμπαντική
ανάμνηση της ιδιαίτερης αφετηρίας.
Ησυχία και τάξη.
Και μετά Χάος και ζωή.
Θα ξεκινήσω τη διήγηση του περιστατικού από την αρχή,
ακολουθώντας μια χρονολογική σειρά στις εμπειρίες και τα γεγονότα και όπου
κρίνεται απαραίτητο θα προσθέτω τη δικιά μου ανάλυση της κατάστασης.
Δεν θα προσπαθήσω να μιλήσω για σωστή ή λάθος ανάλυση, ούτε
να δώσω ονομαστική κατεύθυνση στη συλλογιστική μου πορεία. Εξάλλου, γνωρίζουμε
πως τέτοιου τύπου αναλύσεις αποτελούν τρόπους χαϊδέματος του ναρκισσισμού του αναλυτή χωρίς κατά βάση να προσφέρουν
κάτι στον ίδιο τον άνθρωπο που αναλύεται.
Καθρέφτες και τριαντάφυλλα σε ξενοδοχεία του ’60.
Γιατί λοιπόν προβαίνω σε αυτή την ανάλυση;
Καλή ερώτηση.
Και γιατί τώρα;
Ακόμα καλύτερη.
Ελπίζω μετά το τέλος της διήγησης να έχω απαντήσει στον
εαυτό μου και τα δύο ερωτήματα.
Και φυσικά, εάν οι απαντήσεις είναι ειλικρινείς, δεν υπάρχει
περίπτωση να τις αναφέρω στο κείμενο.
Τα ονόματα φυσικά έχουν αλλαχθεί, για την προστασία του απορρήτου.
…………..
Ο Δήμος είναι ένας άνθρωπος 53 χρονών που το φέρνουν στην
κλινική για ψυχιατρική εξέταση και πιθανή ακούσια νοσηλεία μετά από εισαγγελική
εντολή.
Γεννήθηκε στην σκληρή ελληνική επαρχία.
Μέρος άγριο και με χαμηλό κατώφλι στην ανοχή στο
διαφορετικό.
Μέρος εύφορο για τη δημιουργία στοιχείων εκφοβισμού και
καταπίεσης της ευαισθησίας και της ιδιαιτερότητας. Όπου θραύσματα του τσίρκου
φρικιών ζουν και βασιλεύουν, όπως και οι σεφερλικές ατάκες και οι μισογυνικές
κοσμοθεωρίες.
Μέρος βίας και μέρος σιωπής.
Μεγαλώνοντας ο Δήμος εμφάνισε κάποιες διαφοροποιήσεις από τα
παιδιά της ηλικίας του. Ήταν εσωστρεφής και ντροπαλός, κρατούσε αποστάσεις από
τα περισσότερα παιδιά και προσέγγιζε τους ανθρώπους με προσοχή και κάποια επιφύλαξη.
Δεν γνωρίζω εάν με κάποιο τρόπο έβλεπε αυτά που θα
ακολουθούσαν στο μέλλον προοικονομώντας το πεπρωμένο και απέρριπτε συνειδητά
τον περίγυρό του.
Θα ήθελα να πιστεύω πως όχι.
Όχι μόνο γιατί δεν πιστεύω στο πεπρωμένο, πόσο μάλλον στην
πρόβλεψη του μέλλοντος, ακόμα και αν η γιαγιά μου ήταν μάγισσα, αλλά γιατί αυτό
θα έκανε την ιστορία του ακόμα πιο τραγική.
Ο πατέρας του Δήμου ήταν χασάπης. Αυτό μπορεί να μην
ακούγεται σοβαρός προδιαθεσικός παράγοντας για ψυχοπαθολογία αλλά φανερώνει μια
τάση.
Τάση απόστασης.
Τάση τετελεσμένου,
Στην επαρχία, τα παιδιά του χασάπη παίζουν με τα ζωάκια
στους αγρούς. Οι κότες και τα κατσίκια τα συντροφεύουν στα παιχνίδια τους και
στις φαντασιωσικές τους περιπέτειες, γίνονται φίλοι και σύντροφοι στη ζωή και
την οικογένεια και κατακτούν το δικό τους όνομα όπως κάθε μέλος της ινδιάνικης
φυλής της παιδικής εικόνας.
Αυτά όλα, μέχρι να χρειαστεί η σάρκα τους να καταλήξει στο
τραπέζι, του πελάτη ή της ίδιας τους της οικογένειας. Συχνά αυτό γίνεται από το
χέρι του ίδιου του παιδιού, ειδικά εάν αυτό είναι αγόρι, ή ο μεγαλύτερος.
Και έτσι εκφράσεις όπως σήμερα το μεσημέρι θα φάμε αρνί στη
γάστρα μετασχηματίζονται σε σήμερα το μεσημέρι θα φάμε τον Μπίτσι στη γάστρα, ή
την Πάτυ με μακαρόνια.
Μια ψευδο κανιβαλιστική προέκταση της ισοπέδωσης που
λαμβάνει χώρα στο μεσημεριανό οικογενειακό τραπέζι. Ένας συμβολικός φόνος των
πιο αδύναμων μελών της οικογένειας, των φίλων που γεννήθηκαν άτυχοι.
Άτυχοι σε αυτό το είδος.
Άτυχοι σε αυτό το μέρος.
Άτυχοι που γεννήθηκαν νόστιμοι.
Και το χέρι που κρατάει το μαχαίρι, οπλίζει με γνώμονα την
ανάγκη για επιβίωση. Όμως όταν αυτό το χέρι είναι παιδικό, η επιβίωση καταντά
ανούσια, και η συναισθηματική απόσταση αναγκαία. Η παγωμένη ανέπαφη συνεύρεση
με το θάνατο, η ευκολία της χρήσης και η βέβηλη απόρριψη χρωματίζουν την
εμπειρία και νοηματοδοτούν τη πορεία της σχέσης.
Κενό.
Κενό και ομίχλη.
Γιατί δύσκολα εξηγείται σε ένα παιδί αυτή η διάσχιση της
ιδέας, η ξεσκισμένη σχέση που αποκόπτεται εκούσια και βίαια, χωρίς την ύπαρξη
του λυκοφωτικού θαμπώματος της νυχτερινής ομίχλης.
Και αυτό το μοτίβο σχέσεων, καλλιεργείται και σταδιακά εγκαθιδρύεται
κυρίαρχο ως μέσο διάδρασης και επαφής, ως μέσο προσέγγισης της καθημερινότητας
στο σχολείο και στις παρέες.
Όπως και έγινε.
Γιατί ο Δήμος δεν είχε φίλους πέρα από έναν κολλητό, τον
Γιάννη. Μαζί έκαναν πολλά πράγματα μοιράστηκαν χαρές και λύπες, τα βαρετά απογεύματα
στο χωριό, τις φοβισμένες στιγμές που προηγούνταν της τιμωρίας του δασκάλου, τα
πρώτα ερωτικά σχόλια, τις ανησυχίες και τις αμφιβολίες που εσωκλείονται στην επαρχιακή
ρουτίνα.
Ο Γιάννης είχε καταγωγή από τη Γερμανία και το καλοκαίρι
πριν κλείσει οι Δήμος τα 17 χρόνια ζωής, έκαναν μαζί ένα ταξίδι στους θείους
του Γιάννη στη Γερμανία.
Η ξεγνασιά της νιότης που χορεύει αντικριστό με την άγνοια
που αναπόφευκτα η ίδια επιφέρει.
Η πρώτη και η μοναδική φορά που ο Δήμος πήγε στη Γερμανία.
Και ενώ η επιστροφή του χάραζε την ελπίδα για νέες
αναζητήσεις, τα γεγονότα κατέφθασαν
καλπάζοντας σαν πεινασμένο στράτευμα , προμηνύοντας το τέλος της αθωότητας και
την έναρξη της βύθισης στην άβυσσο της σχάσης.
Γεγονότα, που όπως η καμένη γη, δεν υπολογίζουν τις
ανθρώπινες ανησυχίες.
Έναν χρόνο μετά την επιστροφή του, σε ηλικία 18 ετών, έχουμε
το πρώτο τραυματικό γεγονός, κατά το οποίο σε τροχαίο ατύχημα με το αυτοκίνητο,
σκοτώνεται ο πατέρας του και οι αδερφές του.
Λένε πως η γραμμή για να περάσει κανείς από την λογική στο
παράλογο είναι πολύ λεπτή. Τέτοιες στιγμές, με τις κοσμογονικές αλλαγές που
μπορούν να επιφέρουν μέσα σου, μπορούν να σε σπρώξουν από την πλευρά της
λυκαυγής ακόμα και αν η γραμμή ήταν αεροδιάδρομος.
Ένα κατακλυσμιαίο κύμα συνεπειών, ενοχών και αμφιθυμικής
υπερβολής, ικανό να πνίξει στα τείχη του ακόμα και τους πιο δυνατούς, έσκασε
επάνω του. Αστερίες και κοράλλια κουρέλιασαν τα απομείναντα στρώματα της
ψυχικής του συσκευής, ξεγυμνώνοντας το μαργαριτάρι που φύλαγε στο τέλος της
διαδρομής.
Αλλά αυτός άντεξε.
Τρεκλίζοντας άδραξε κάθε δυνατότητα που κατασκεύασε η
θολωμένη από την πίεση σκέψη και κρατήθηκε από σταθερές ρίζες στη ζωή του, πάνω
από το σαρωτικό τσουνάμι, έξω από την παραληρητική πλημύρα, σε σανίδια λογικής
φτιαγμένα από τις ίδιες εκείνες ρίζες που πάνω τους έβλεπε αγκυροβολημένη τη
σωτηρία.
Την μάνα του και τον Γιάννη.
Καθήκον υπό το ψυχρό φως της επιλογής.
Ανάγκη κατευθείαν από τη δύνη της συνήθειας.
Και η μιζέρια ζήλεψε τον τζογαδόρο που ποντάρει μεγαλύτερο ποσό για να κερδίσει τη
χασούρα.
Πέρασαν 2 χρόνια σχετικής σταθερότητας. Ο Δήμος τελείωσε το
σχολείο και ξεκίνησε να κάνει ευκαιριακές εργασίες και μερεμέτια του ανέμου
στην περιοχή. Μια προσπάθεια οικοδόμησης της ταυτότητας μέσα στο κοινωνικό στρόβιλο.
Όλα έδειχναν πως η πορεία χαράζονταν σε ασφαλή νερά, με τον φάρο του τραύματος
να εξαϋλώνεται στα βάθη.
Και τότε σαν σκοτεινό πυροτέχνημα έπεσε και η επόμενη
γέφυρα.
Συνέβη ένα δεύτερο τροχαίο ατύχημα, σε όχημα που οδηγούσε ο
Δήμος με τον Γιάννη. Χάρος και ερινύες πάλεψαν για τα κεκτημένα τους στα
αδειανά κουφάρια. Ο Δήμος έζησε με σημάδια ανεξίτηλα, όχι μόνο στο σώμα.
Ο Γιάννης κάηκε ζωντανός μπροστά του.
Μυρωδιές τέφρας και απογοήτευσης, πόνος και ουρλιαχτά που
προσπαθούσαν να καλύψουν τα νύχια που ξέσκιζαν τις ταλαιπωρημένες του πλάτες, αποκολλώντας
τη σάρκα από την ουσία. Ουσία που μόνη της εισχώρησε στον ψυχισμό του και
διέλυσε ανεπανόρθωτα τη βάση της κτίσης που ορίζει η πραγματικότητα, την
αντίληψη της λογικής στο δώμα του άγχους.
Και ο Δήμος, πέταξε πέρα από τα χωράφια του κοινότυπου, μέσα
από την πύλη της ασσυμετρίας.
Και άνοιξε ψύχωση.
Λίγα μπόρεσα να μάθω για εκείνη την περίοδο.
Ζούσε με τη μητέρα του. Ίσως θα ήταν σωστότερο να πω,
συζούσε με τη μητέρα του. Σαν μια γιγαντιαία μήτρα που περιελάβανε όλο εκείνο
το συγκυττιακό κατάλοιπο που μάθαμε να αρνούμαστε. Την αποπνικτικότητα της
αγκαλιάς, την καταπιεστική φροντίδα, μια ασφαλή ισοπέδωση της ατομικότητας,
αναγκαία βήματα από και προς την λήθη.
Το καταβροχθιστικό ταπεραμέντο της εξουσίας σε όλη τη
διάσταση της υποχρέωσης.
Και όλον τον ηφαιστειακό θυμό που η ίδια αναθρέφει.
Έντονες και συνεχείς συγκρούσεις που εναλλάσσονταν από
γεύματα τύψεων και δάκρυα μεταμέλειας. Πλήρης εξάρτηση, στα χνάρια του
πρωταρχικού μαστού. Διατροφή, προσοχή, αγάπη, ασφάλεια, μίσος, πόνος, σαδισμός,
πίεση. Ένα τοτεμικό στερεότυπο που καταντάει στόχος για την καταστρεπτική μανία
της υποτέλειας. Την ωδή στην αδιαχώριστη ανεξαρτησία.
Μια φλογερή επιθετικότητα που ξέσπαγε στους άλλους ανθρώπους
όταν τα σκάγια της ανακούφισης δεν επαρκούσαν. Στόχοι προστασίας και στόχοι
παράνοιας.
Συχνοί καβγάδες με τον περίγυρο.
Κάποιοι σε πλαίσια απολύτως πραγματικά, και κάποιοι στα
σύννεφα που εδράζεται το παράλογο.
Σε αυτό το σημείο, υπήρξε η παρέμβαση ειδικού ψυχιάτρου, που
γνωμάτευσε την εισαγωγή του σε κάποιο ψυχιατρικό ίδρυμα της εποχής.
Και μένω στο ‘’της εποχής’’ . Γιατί εκεί πάνω υπονοείται
χρόνια νοσηλεία, μεταχείριση αντάξια αντικειμένου, χτυπήματα, λουριά, ενέσεις,
λουριά, ενέσεις, λουριά, ταμπέλα, ενέσεις , ενέσεις , ενέσεις.
Ο πορφυρός ήλιος του Ασύλου να ξεθωριάζει τόσο την ανθρώπινη
υπόσταση του τρόφιμου, όσο και την υποστατική ανθρωπιά των θεραπευτών.
Και σαν τείχος προστασίας Αυτή με τα φτερά της να θερίζουν
τον καπνό της αβεβαιότητας προβάλλοντας αντίσταση στην εξαθλίωση, στην απομάκρυνση,
στην έκπτωση.
Αντίσταση στην ίδια την αλλαγή.
Φανερώνεται στη σκηνή ξανά η μάνα, υιοθετώντας τον αρχέγονο θεϊκό
της ρόλο, εμποδίζοντας την διατομή του ακέραιου, τυλίγοντας το πουλί που πέφτει
από τη φωλιά καταδικάζοντας το σε απόλυτη ενσωμάτωση μαζί της αλλά αποφυγή της
βίαιης επαφής με το έδαφος.
Και αρνείται τη νοσηλεία του παιδιού της.
Με όλο το βάρος της ευθύνης.
Σύντονη προς την υποχρέωση που κλήρωσε καθήκον.
Και έμειναν μαζί άλλα 30 χρόνια.
Χρώματα όλου του θυμικού φάσματος που συνδυάζονται για να σχηματίσουν
την ύπαρξη.
Μια κάποια ύπαρξη.
Έτσι κύλησε η άμμος στην δρύινη κλεψύδρα. Με τη ρουτίνα της
απόφασης και τις συνέπειες που ανέβλυζαν από αυτήν.
Και η μητέρα του Δήμου παθαίνει καρκίνο, ο οποίος σε σύντονο
χρονικό διάστημα την καταβροχθίζει.
Μεταστάσεις στα οστά, στο ήπαρ, στον εγκέφαλο.
Μεταστάσεις στο μόνο στήριγμα με τον κόσμο που είχε
απομείνει στον Δήμο.
Και τότε έπαψε να μιλάει ελληνικά.
Μια μέρα, απλώς σταμάτησε.
Ξεκίνησε να μιλάει σε μια δικιά του γλώσσα, κατασκευασμένη
από πτώματα Γερμανικών λέξεων μαζί με λέξεις ριζωμένες βαθιά στον εαυτό του. Ακατάληπτες,
Δύσκολες να τις προφέρεις, που έμοιαζαν με Γερμανικά που τα είχε πατήσει οδοστρωτήρας.
Έγραφε. Σε τοίχους μέσα στο σπίτι του τέτοιες γερμανικές
λέξεις, αλλά δεν έβγαζαν νόημα. Δεν υπήρχαν όπως ένιωθε πως δεν υπάρχει και αυτός.
Μια λέξη, μια χώρα. Μια παλινδρόμηση σε μια πρωτύτερη
κατάσταση, σε κάποιο ταξίδι στα εφηβικά του χρόνια, πριν του συμβούνε όλα αυτά.
Χρόνια πριν σκοτωθεί ο πατέρας με τις αδερφές του, χρόνια
πριν σκοτωθεί βασανιστικά ο καλύτερος του φίλος, χρόνια προτού αρρωστήσει η
μάνα του.
Μια ολοκληρωτική άρνηση της πραγματικότητας.
Δεν μπορεί να έγιναν όλα αυτά, τα αρνούμαι, αρνούμαι τη ζωή
όπως την βιώνω και επιστρέφω στην τελευταία ευχάριστη μνήμη που έχω. Την
προσεγγίζω με όποιον τρόπο κρίνω απαραίτητο, χρησιμοποιώντας το κατεξοχήν όργανο
επικοινωνίας για να ακυρώσω οποιαδήποτε τύπου συμβατική ανταλλαγή από εκείνη
της στιγμή και μετά. Δεν θα καταλαβαίνει κανείς τίποτα, μέχρι να επιστρέψουν
όλα τότε που ήταν η ζωή πιο απλή. Τότε που ένα ταξίδι στη Γερμανία αρκούσε για
να ονειρευτώ το μέλλον μου ευοίωνο.
Δεν δέχομαι να σας πως τίποτα εάν δεν υποκύψετε στη θέληση
μου.
Την ανάγκη μου.
Να μοιραστείτε την απελπισία μου. Δεν σας καταλαβαίνω όταν
μου μιλάτε. Τι εννοείται είμαι άρρωστος; Τι εννοείται η μάνα μου έχει καρκίνο;
Δεν σας καταλαβαίνω κύριοι.
Δεν σας καταλαβαίνω όπως δεν
με καταλαβαίνεται και εσείς. Αρνούμαι να σας καταλάβω όπως αρνείστε να
με καταλάβετε και εσείς. Και σε αυτό δεν θα κάνω καμία εξαίρεση. Ποιος πέθανε; Ποιος
κάηκε; Ποιος αρρώστησε; Η μη κατανόηση σημαίνει και μη αποδοχή.
Και στα όρια αυτής της σχάσης με την πραγματικότητα φωτίζει
η ελπίδα.
Η ελπίδα πως τελειώνει ο εφιάλτης και πλησιάζει η αυγή.
Ελπίδα πως θα γυρίσει ο χρόνος πίσω, θα γυρνάω από τη
Γερμανία.
Ελπίδα πως θα έχω μια δεύτερη ευκαιρία.
Δικαιούμαι μια δεύτερη ευκαιρία. Δεν μπορεί η ζωή να είναι
τόσο άδικη.
Απλώς δεν μπορεί.
Σε αυτό το διάστημα γίνεται η πρώτη ακούσια νοσηλεία του
στην ψυχιατρική κλινική όπου μπαίνει σε ενέσιμο αντιψυχωσικό βραδείας
αποδέσμευσης και παίρνει εξιτήριο, χωρίς να έχει ουσιαστικά μιλήσει ελληνικά.
Η πανοπλία της ομιλίας του είναι καλά οργανωμένη και δεν
λυγίζει από τα επίμονα σφυροκοπήματα του Aloperidin.
Επιστρέφει στο σπίτι, αναλαμβάνοντας ουσιαστικά κομμάτι της
φροντίδας της μητέρας του, προσπαθώντας να αποπληρώσει το χρέος του σε αυτή τη
θεατρική τραγωδία που συνέβη αιφνίδια αλλαγή των ρόλων. Έλεγχος και εξάρτηση ανταλλάσσουν
κλεφτές ματιές στην διαρκή εναλλαγή τους.
Και η κατάσταση της μητέρας του, χειροτερεύει συνεχώς. Και
δεν μπορούν να ζήσουν άλλο στο ίδιο σπίτι. Κατακλίσεις και άνοια. Χείριστος
συνδυασμός.
Η μητέρα του πηγαίνει σε νοσοκομείο για την τελευταία της
διαμονή και ο Δήμος μένει μόνος του στο σπίτι.
Πλήρως εξοπλισμένο κατάλυμα, με ρεύμα, νερό, φούρνο, τηλεόραση.
Μια νύχτα, παίρνει ένα ξύλο και ως μοντέρνος Ηρακλής τα
σπάει όλα. Όλα τα έπιπλα, όλες τις ηλεκτρικές συσκευές, τρύπες στους τοίχους,
σπασμένα φώτα, ντουλάπια, σκίζει τα ρούχα του, τα παπούτσια του.
Και μένει στο στάβλο.
Ο κύκλος ολοκληρώθηκε.
Η απάρνηση της πραγματικότητας ολοκληρώνεται με την απάρνηση
του απαραίτητου στοιχείου προσέγγισης της.
Με την απάρνηση ολόκληρου του ανθρώπινου πολιτισμού.
Ενός πολιτισμού που δεν κατάφερε να τον κρατήσει. Που δεν
έκλεισε τις ανάγκες του βαθιά στη φωλιά της ασφάλειας. Απειλή και μοναξιά,
τραύμα και οδύνη, αδικία και αξιοπρέπεια.
Να τον χαίρεστε τον πολιτισμό σας.
Πατάει στο έδαφος με γυμνές τις πατούσες του, αμυχές και σκισίματα
του υπενθυμίζουν μια οδό εξωτερίκευσης του εσωτερικού του πόνου. Φοράει το ίδιο
βρώμικο και λιγδιασμένο ρούχο, προέκταση του δικού του πετσιού, μια στρώση
λίπους και κάπνας στο ρόλο αλυσιδωτού μανδύα.
Προστασία δικιά του και προστασία των άλλων.
Μακριά μαλλιά και νύχια, μούσια άγρια που κρύβουν το πρόσωπό
του. Μια κτηνώδη μεταμόρφωση, ένας σύγχρονος λυκάνθρωπος βαδίζει ενόψει όλων
μας, με τι τρομπέτες του να σημαίνουν το θάνατο του πολιτισμού, τη διακήρυξη
για την επιστροφή στην αρχική κατάσταση. Την πρώτη εκείνη κατάσταση.
Την κατάσταση της ταύτισης με τα ζώα που μεγάλωσε, που
ζούσαν στην άγνοια μέχρι να σφαγιάζονταν άψυχα από το χέρι του ιδίου ή του
πατέρα του.
Αυτό ήταν η ζωή τελικά, μια αναμονή για το σφαγείο. Για ένα
τέλος που αναπόφευκτα καλπάζει και φέρει μαζί του όλο το άγχος της αναμονής, τη
γυαλάδα του μαχαιριού και την τελική συμβολική τελετουργική θυσία στο βωμό της
επιβίωσης.
Αυτό είμαι, ένα ζώο. Ένα κτήνος .
Σκότωσέ με, πατέρα σκότωσέ με για να μην το κάνω εγώ.
Κανείς δεν νοιάζεται.
Δεν υπάρχει νόημα.
Ποτέ δεν υπήρξε.
Μόνο ένταση.
Ζούσε στο στάβλο. Μακριά από τους άλλους.
Εκτός από μια ώρα κάθε μέρα. Που πήγαινε στο νοσοκομείο που
νοσηλεύονταν η μάνα του, της κρατούσε το χέρι και ούρλιαζε σαν πληγωμένο θηρίο.
Έκλεγε και βογκούσε χωρίς αυτή να του αποκρίνεται.
Και μετά έφευγε.
Και επέστρεφε ξανά την επόμενη ημέρα.
Ο καταναγκασμός για επανάληψη.
Η λειτουργία της άγκυρας με την πραγματικότητα που διατηρείται
παρά την θραύση της αλυσίδας που την κρατάει το καράβι.
Ένας κύκλος βαμμένος με δάκρια και κραυγές, με Γερμανικά γρυλίσματα
υπό τον υπόκωφο ήχο των ζωικών τυμπάνων της πρωτόγονης ενδοβολής.
Σε αυτό το σημείο έκοψε το φάρμακο και η συμπεριφορά του
έγινε επιθετική, κάτι που οδήγησε σε νέα εισαγγελική εντολή για ακούσια
ψυχιατρική εκτίμηση και συνεπακόλουθη εισαγωγή στην ψυχιατρική κλινική όπου
κάνω την ειδικότητά μου.
Υποθέτω πως δεν έγινε μόνο γι’ αυτό. Σε εμάς ποτέ δεν ήταν
επιθετικός. Μάλλον η μάνα του όδευε τα τελευταία της και οι συντοπίτες του
φοβόντουσαν την αντίδρασή του όταν τελικά θα πέθαινε.
Ήρεμος. Συνεργάσιμος. Χωρίς διαταραχές ύπνου και όρεξης,
ούτε ενεργό αυτοκτονικό ιδεασμό ή διάθεση ετεροκαταστροφής.
Μια Πρωτόγονη μυθική μορφή, να βαδίζει ξυπόλητη πάνω κάτω
στο διάδρομο της κλινικής.
Καταλαβαίνει ότι του λέω. Έρχεται στο γραφείο όπου είμαστε
οι δυο μας και προσπαθώ να προσεγγίσω τη μυστήρια μορφή. Να προσπαθήσω να την
καταλάβω. Να προσπαθήσω, γιατί στην πραγματικότητα δεν θα μπορέσω ποτέ να τον
καταλάβω εάν δεν βρεθώ στη θέση του, και πραγματικά ελπίζω να μην το κάνω ποτέ.
Οι πρώτες συναντήσεις γίνονται σχεδόν βουβά. Μοιραζόμαστε τη
σιωπή στο δωμάτιο. Όταν μιλάω ελληνικά, αυτός απαντάει με τη δικιά του
γερμανότυπη γλώσσα, μπλοκάροντας τους επιφανειακούς δίαυλους επικοινωνίας μας.
Οπότε η σιωπή έδωσε χρόνο για να συνηθίσουμε ο ένας την
παρουσία του άλλου, να ακούσουμε την ανάσα μας, να βεβαιωθούμε ότι δεν
αποτελούσαμε απειλή αλλά και τον απαραίτητο χώρο για να υπάρξει η απαραίτητη
εκφραστική διαστολή των δύο.
Αρχικά άναρχη και στη συνέχεια με σχέδιο δράσης, καθώς
ξεκίνησαν οι συζητήσεις στις 2 διαφορετικές γλώσσες. Κατά τη διάρκεια της προσέγγισης
έγινε αντιστοίχιση, με δικιά του παρότρυνση, λέξεων στη γλώσσα του με λέξεις
στην ελληνική.
Αργά και σταθερά, φτιάχναμε έναν κώδικα επικοινωνίας. Κάποια
απλά πράγματα πλέον μπορούσαν να περάσουν στην άλλη πλευρά.
Και φυσικά, από τη δικιά του στη δικιά μου.
Μια γέφυρα ανάμεσα στους δύο κόσμους, μια σύνδεση ανάμεσα
στις δύο συνθήκες.
Ώσπου μια μέρα, χτύπησε το τηλέφωνο.
Ήταν από το νοσοκομείο που νοσηλεύονταν η μητέρα του. Ήθελαν
να ενημερώσουν πως τα πράγματα για την
ίδια είχαν αρχίσει να μπαίνουν στην τελική ευθεία, καθώς είχε να φάει δύο
ημέρες.
Αναμένουμε.
Μου είπαν.
Μια ζωή στην αναμονή.
Έπρεπε να παρθεί μια απόφαση. Έπρεπε να υπάρξει κάποιου
τύπου αποχαιρετισμός. Ιδανικά θα έπρεπε ο Δήμος να πάει από εκεί και μετά να
επιστρέψει για να συνεχίσει τη νοσηλεία του. Αλλά είναι στην άλλη άκρη της
Ελλάδας και δεν υπάρχει δυνατότητα ταξιδιού οικονομικά και πρακτικά. Επίσης
βρίσκεται σε καθεστώς ακούσιας νοσηλείας με όλες τα διαδικαστικές δυσκολίες
στους ανθρώπους που έχουν την ευθύνη της νοσηλείας και δεν υπάρχει τρόπος να
βεβαιωθούμε πως θα επιστρέψει.
Τέλος, η όλη σύνδεση που σύναψε εδώ μέσα και η δουλειά που
γίνεται, πηγαίνει αργά , αλλά ίσως με
αυτή κερδίσει στοιχεία λειτουργικότητας ώστε να καταφέρει βγαίνοντας από εδώ να
ζήσει μόνος του και ανεξάρτητος.
Ένα τηλέφωνο λοιπόν.
Να κάνουμε τον αποχωρισμό τηλεφωνικά και να αφήσουμε το
συμβολικό να κάνει τα υπόλοιπα.
Και αυτό με έβαλε μπροστά σε μια ακόμη δυσκολία.
Να τον ενημερώσω πως η μάνα του πεθαίνει.
Τον κάλεσα λοιπόν στο γραφείο μου και καθίσαμε στις
συνηθισμένες θέσεις μας. Είπαμε κάποια πράγματα γενικά χρησιμοποιώντας το δικό
του λεξιλόγιο, και μετά παύση.
Ήρθε η στιγμή, είπα στον εαυτό μου.
Πήρα ανάσα. Δήμο, με πήραν τηλέφωνο από το νοσοκομείο όπου
νοσηλεύεται η μητέρα σου.
Παύση.
Δεν άκουγα την ανάσα του. Όπως και τη δικιά μου.
Παύση.
Δήμο, η μάνα σου δεν είναι καλά.
Παύση
Με κοίταξε με τα μπλε μάτια του, λες και κοιτούσε μέσα από
εμένα, σε όλα αυτά που θα μπορούσε να κάνει και δεν έκανε, σε όλα αυτά που
έγιναν και σε όλα αυτά που θέλει να κάνει. Ένα βλέμμα καθαρό και ζωώδες. Γεμάτο
από την απεραντοσύνη της ανάγκης, το βλέμμα του λιονταριού πίσω από το κλουβί.
Μια περηφάνεια αναμεμιγμένη με λύπη.
‘’Ξέρω’’ , είπε.
Ένιωσα τα πόδια μου να μουδιάζουν. Πρώτη φορά τον ακούω να
λέει κάτι στα ελληνικά. Και ο τρόπος που το είπε υποδήλωνε βαθύτερη επίγνωση
της κατάστασης από τη δικιά μου.
Λογικό είναι. Η αναμονή από το τηλεφώνημα μέχρι τη συνάντηση
μας, μου ήταν βαριά, φαντάσου να διαρκούσε εβδομάδες όπως διαρκεί γι’ αυτόν.
Όπως και ο δικός του φόβος αποχωρισμού διαρκεί ολόκληρα
χρόνια.
Να πάρουμε ένα τηλέφωνο στο νοσοκομείο να της πεις δυο
λόγια;
Παύση
Ίσως να μην έχουμε άλλη ευκαιρία, του λέω.
Παύση
Το εκλαμβάνω θετικά, καθώς κάλλιστα θα μπορούσε να φύγει από
το γραφείο, όπως συνήθιζε να κάνει όταν οι συζητήσεις μας έφταναν σε κάποιο μη
επιθυμητό σημείο.
Πληκτρολογώ το νούμερο. Απαντάει μια νοσηλεύτρια και την
ενημερώνω πως την έχω σε ανοικτή ακρόαση και γι’ αυτό που θα πάμε να κάνουμε.
Την ακούμε να πηγαίνει στο δωμάτιο και να κουνάει την μητέρα του. Μια αδύναμη
φωνούλα ρωτάει ποιος είναι;
Ο Δήμος ξεκινάει να μιλάει στην δικιά του ιδιαίτερη γλώσσα
για λίγο και μετά να κλαίει.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το κλάμα.
Σαν μια κραυγή αναπόλησης. Γεμάτη πόνο, στενοχώρια, αλλά και
κρυμμένη ανακούφιση. Μια αντίθεση ανάμεσα στο πανανθρώπινο της επίκλησης και το
κτηνώδες της εκτέλεσης. Η συνάντηση της φύσης με το θνητό, το παρελθόν με το
αύριο, το συναισθηματικά παράλογο με το παγωμένο τέλμα.
Μια γέφυρα της άγριας ψυχωσικής παντοδυναμίας μέσα στην
καρδιά της συλλογικής μας μνήμης.
Βιώματα γνωστά.
Βιώματα δύσκολα.
Βιώματα αναγκαία για την ίδια τη συνοχή του είδους αλλά και
την ουσιαστική υπέρβαση προς κάτι διαφορετικό. πέρα από τις ζωογόνες ρίζες μας
και την αγκαλιά της ασφάλειας. Εκεί που το σύμπαν νοηματοδοτείται και επιμένει
να απλώνει.
Μια υπέρβαση της ίδιας της φύσης προς κάτι ανθρώπινο.
Κλείσαμε το τηλέφωνο. Σταμάτησε το κλάμα. Σηκώθηκε. Και
βγήκε από το γραφείο.
Πήρε μαζί του τη λαίλαπα της αφήγησης, αφήνοντας με μόνο, με τη σπίθα της εμπειρίας
να τρεμοπαίζει ακόμα μέσα μου.
Βγαίνοντας από την κλινική παρατήρησα ότι έβρεχε. Ούτε που
το είχα συνειδητοποιήσει με όλη αυτή την μάχη που μαίνονταν στις γραμμές.
Του συμβολικού και του λογοτεχνικού.
Μια ασθενής, μήνες τώρα στην κλινική, με πλησιάζει και λέει.
‘’Δεν βρέχει πραγματικά, έτσι το κάνει ο καιρός, στα ψέματα,
μην ανησυχείς. Στα ψέματα το κάνει’’
Ξεκλείδωσα την εξώπορτα της κλινικής και χάθηκα στην
καταχνιά των ουρανών, που κυριολεκτικά, είχαν ανοίξει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου